- πώμα
- (I)το / πῶμα, πώματος, ΝΑκάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ' ἐπιθείη», Ομ. Οδ.)αρχ.τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶμα (< *pō-mn με επίθημα -μα τών ρηματικών ονομάτων, πρβλ. δρά-μα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pō(i)- / *pō-y- «προστατεύω, φυλάσσω, στεγάζω» με βουκολική σημ., στην οποία ανάγονται και οι τ. πῶυ «αγέλη», ποίμνη «κοπάδι», ποιμήν «βοσκός» (βλ. λ. ποιμένας), καθώς και το αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω»].————————(II)πώματος, τὸ, Α, και πόμα, -ατος, ΜΑ1. καθετί που πίνεται, ποτό2. (κατά τον Ησύχ.) ποτήρι3. φρ. «τὰ ἀναγκαῑα πώματα» — πόσιμο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίνω].
Dictionary of Greek. 2013.